αγείτων

αγείτων
ἀγείτων (-ονος), -ον (Α
[γείτων]
αυτός που δεν έχει γείτονες, έρημος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀγείτων — ἀγάω pres imperat act 3rd pl (attic epic ionic) ἀγάω pres imperat act 3rd dual (attic epic ionic) ἀγείτων neighbourless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγείτονα — ἀγείτων neighbourless neut nom/voc/acc pl ἀγείτων neighbourless masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγείτονι — ἀγείτων neighbourless dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγείτονος — ἀγείτων neighbourless gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”